Η δευτεροπαθής αναιμία, ή αναιμία των χρονίων νόσων, προκύπτει από την οξεία ή χρόνια αναστολή της ερυθροποίησης που οφείλεται στις φλεγμονώδεις κυτοκίνες, σε περιπτώσεις π.χ. λοιμώξεων ή καρκίνου. Συνήθως συνυπάρχει και χαμηλή παραγωγή ερυθροποιητίνης.
Σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς αναιμίας, παρατηρούνται αλλαγές στο μεταβολισμό του σιδήρου, μέσω της αναστολής της παραγωγής της φεροπορτίνης, μιας πρωτεϊνης που επιτρέπει την έκκριση και εξαγωγή του σιδήρου από τα ηπατοκύτταρα, τα μακροφάγα και τα κύτταρα του λεπτού εντέρου. Έτσι έχουμε μειωμένη ποσότητα προσβάσιμου σιδήρου.
Η αναιμία αυτή είναι συνήθως μετρίου βαθμού.
Αιτίες: Δευτεροπαθής αναιμία παρατηρείται σε:
Φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως σε ρευματοειδή αρθρίτιδα, φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, κ.ά.
Λοιμώξεις, π.χ. πνευμονία, AIDS.
Κακοήθεις νόσους. Πατατηρείται κυρίως σε προχωρημένη νόσο ή σε ασθενείς που παίρνουν χημειοθεραπεία. Οφείλεται στην αναστολή της λειτουργίας του μυελού των οστών, λόγω της χημειοθεραπείας, αλλά και στην έκκριση κυττοκινών που παρεμποδίζουν την ερυθροποίηση, που εμφανίζεται κυρίως σε προχωρημένη νόσο.
Νεφρική ανεπάρκεια. Εδώ η αναιμία προκαλείται κυρίως από τη μειωμένη παραγωγή ερυθροποιητίνης από τους νεφρούς.
Κλινική εικόνα: Τα συμπτώματα που κυριαρχούν σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς αναιμίας, είναι αυτά της νόσου στην οποία οφείλεται η εμφάνιση της δευτεροπαθούς αναιμίας. Μπορεί όμως να υπάρχουν και τα γενικά συμπτώματα της αναιμίας, όπως κούραση, μυϊκή αδυναμία, δύσπνοια, ταχυκαρδία, υπόταση και λιποθυμικές τάσεις.
Η αναιμία είναι μία παθολογική κατάσταση του οργανισμού, στην οποία η ποσότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκύτταρα) στο αίμα είναι μικρότερη του φυσιολογικού. Ένας καλός δείκτης της αναιμίας είναι ο εργαστηριακός προσδιορισμός της αιμοσφαιρίνης.