Ιός Ηπατίτιδας

Ορισμός-Επιδημιολογία: Ο ιός της ηπατίτιδας Β είναι ένας DNA ιός που προσβάλλει τα ηπατοκύτταρα και προκαλεί τη νόσο της ηπατίτιδας Β, μια λοίμωξη του ήπατος, με υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα, παγκοσμίως. Η ηπατίτιδα Β μπορεί να εμφανισθεί ως οξεία λοίμωξη, αλλά μπορεί να μετατραπεί και σε χρόνια. Οι ασθενείς με χρόνια λοίμωξη έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κίρρωσης του ήπατος και καρκίνου. Αποτελεί την κυριότερη αιτία κίρρωσης του ήπατος, παγκοσμίως.

Υπολογίζεται ότι 400 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως έχουν προσβληθεί από τον ιό, ενώ η συχνότητα νόσου αυξάνεται από το βορρά προς το νότο, και από τη δύση στην ανατολή, με την Ευρώπη να φθάνει στο 5%, ενώ στην Αφρική, νότια της Σαχάρας και στη νοτιοανατολική Ασία να φθάνει στο 20% του πληθυσμού. Στις περιοχές αυτές υπολογίζεται ότι >90% του πληθυσμού έχει προσβληθεί από τον ιό ή έχουν αναπτύξει χρόνια νόσο.

Τρόποι μετάδοσης: Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, χωρίς χρήση προφυλακτικού, με άτομο που έχει μολυνθεί με τον ιό, με την κοινή χρήση συριγγών ή άλλων εργαλείων για την προετοιμασία υλικού για τη χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών, από μολυσμένη μητέρα σε παιδί κατά τον τοκετό (κάθετη μετάδοση), με την κοινή χρήση προσωπικών αντικειμένων (ξυραφάκια, οδοντόβουρτσα, νυχοκόπτες), με τρύπημα με μολυσμένη βελόνα ή αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. συνήθης τρόπος μετάδοσης σε προσωπικό νοσοκομείου ή κατά την εκτέλεση τατουάζ), με μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του (εξαιρετικά σπάνια πια λόγω του συστηματικού ελέγχου στις αιμοδοσίες).

Κλινική εικόνα: Το 70% των ασθενών με οξεία λοίμωξη ηπατίτιδας Β έχουν υποκλινική ή ανικετρική ηπατίτδα. Μόλις το 30% εμφανίζουν ίκτερο. Η περίοδος επώασης είναι 1-4 μήνες. Τα πρόδρομα συμπτώματα περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία πόνο στην κοιλιά. Όταν εκδηλώνεται η οξεία ηπατίτιδα, ο ασθενής εμφανίζει πυρετό, εξανθήματα δέρματος και αρθραλγίες. Μπορεί να εμφανισθεί και ίκτερος και σε σπάνιες περιπτώσεις σημεία σοβαρής ηπατικής ανεπάρκειας.

Το 30-50% των ασθενών με οξεία ηπατίτιδα, μεταπίπτει σε χρόνια νόσο. Ως χρόνιος φορέας ηπατίτιδας Β ορίζεται κάποιος που συνεχίζει να έχει τον ιό στο αίμα του για διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες. Ένας φορέας συνήθως δεν έχει συμπτώματα, αλλά παραμένει μολυσμένος με τον ιό για χρόνια και έχει την ικανότητα να μεταδώσει τον ιό και σε άλλους. Οι περισσότεροι ασθενείς με χρόνια νόσο είναι ασυμπτωματικοί, μέχρι η νόσος να προκαλέσει κίρρωση του ήπατος ή να εμφανίσει εξωηπατικές εκδηλώσεις, όπως αγγειίτιδα, νεφροπάθειες ή απλαστική αναιμία. Κάποιοι ασθενείς εμφανίζουν και εξάρσεις της χρόνιας νόσου, που μιμούνται την οξεία ηπατίτιδα.

Διάγνωση: Η διάγνωση τίθεται με την εξέταση αντισωμάτων έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β ( anti-HBc IgM) με την τεχνική ELISA, σε δείγμα αίματος. Αυτό το είδος αντισώματος διακρίνει την οξεία από τη χρόνια λοίμωξη. Σε χρόνια νόσο έχουμε μόνο θετικά αντισώματα τύπου anti-HBc IgG. Και σε χρόνιες και σε οξείες λοιμώξεις, εντοπίζεται θετικό αυστραλιανό αντιγόνο, HBsAg. Σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα όμως μπορεί να καθυστερήσει η εμφάνιση των αντισωμάτων έως και 1 χρόνο, οπότε η διάγνωση μπορεί να γίνει με τεχνικές PCR, πάλι σε εξετάσεις αίματος.

Ιός Ηπατίτιδας C

Ορισμός- Επιδημιολογία: Ο ιός της ηπατίτιδας C είναι ένας μικρός RNA που προκαλεί τη νόσο της Ηπατίτιδας C, η οποία είναι μια λοίμωξη του ήπατος.

Σε όλο τον κόσμο περισσότεροι από 185 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από αυτή το δυνάμει θανατηφόρο ή απειλητικό για τη ζωή ιό. Ο ιός της ηπατίτιδας C προκαλεί φλεγμονή του ήπατος και όταν η νόσος εξελιχθεί σε χρόνια, μπορεί να οδηγήσει σε ίνωση του ήπατος (κίρρωση), σε ηπατική ανεπάρκεια και καρκίνο. Σήμερα, η ηπατική ανεπάρκεια λόγω χρόνιας ηπατίτιδας C είναι η κύρια αιτία μεταμόσχευσης ήπατος. Περίπου 80% των ασθενών με οξεία λοίμωξη, αναπτύσσουν και χρόνια λοίμωξη.

Τρόποι μετάδοσης: Ο ιός της ηπατίτιδα C μεταδίδεται με το αίμα και τα προϊόντα του αίματος, π.χ. με ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων, με κοινή χρήση βελονών και συριγγών, με τα μικρά κοψίματα που προκαλούνται για παράδειγμα από ξυράφια κλπ. Γι’αυτό και παρατηρείται συχνά σε χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών. Πριν την εισαγωγή των εξετάσεων μαζικού ελέγχου του αίματος το 1992, η ηπατίτιδα C μεταδιδόταν και με τις μεταγγίσεις αίματος. Σπανίως η νόσος μεταδίδεται σεξουαλικά.

Κλινική εικόνα: Η ηπατίτιδα C παρουσιάζει οξέα συμπτώματα μόλις στο 15% των περιπτώσεων. Τα συμπτώματα είναι τις περισσότερες φορές ήπια και ασαφή, συμπεριλαμβανομένων της μειωμένης όρεξης, της κούρασης, της ναυτίας, των πόνων στους μύες ή τις αρθρώσεις και της απώλειας βάρους. Η λοίμωξη υποχωρεί χωρίς θεραπεία στο 30-50% των ανθρώπων, κυρίως σε παιδιά, σε νεαρές γυναίκες και στους χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών.

Διάγνωση: Η διάγνωση γίνεται μέσα από την αναζήτηση αντισωμάτων έναντι του ιού της ηπατίτιδας C με τεχνική ELISA, στο αίμα. Τα αντισώματα αυτά εμφανίζονται περίπου 2 βδομάδες μετά τη λοίμωξη. Σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα όμως μπορεί να καθυστερήσει η εμφάνιση των αντισωμάτων έως και 1 χρόνο, οπότε η διάγνωση μπορεί να γίνει με τεχνικές PCR, πάλι σε εξετάσεις αίματος.

Ιός Ηπατίτιδας B

περισσότερα για την ιολογία

Δείτε περισσότερα

please be aware that you are leaving this website.