Ορισμός-επιδημιολογία: Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ένας κακοήθης όγκος που προσβάλλει το παχύ έντερο και το ορθό. Οφείλεται στη μη φυσιολογική ανάπτυξη των επιθηλιακών κυττάρων, που σχηματίζουν και τους λεγόμενους πολύποδες. Οι πολύποδες είναι συνήθως καλοήθεις, αλλά έχουν τη δυναμική να εξελιχθούν σε κακοήθεις. Το 70-90% των καρκίνων του παχέος εντέρου προέρχονται από καλοήθεις, αδενωματώδεις πολύποδες που διαφοροποιήθηκαν.
Κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 1,3 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως με καρκίνο του παχέος εντέρου. Αποτελεί το δεύτερο πιο συχνό καρκίνο στις γυναίκες και τον τρίτο πιο συχνό στους άντρες παγκοσμίως. Στην Ευρώπη είναι, μάλιστα, ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος και η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο περίπου 700.000 ασθενείς παγκοσμίως πεθαίνουν από καρκίνο του παχέος εντέρου. Στην Ελλάδα, η εκτιμώμενη επίπτωση της νόσου για το 2012 είναι 21 νέες περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα, αντιστοιχώντας στο 9,5% όλων των καρκίνων και στο 8,9% των θανάτων από καρκίνο.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου αυξάνεται με την ηλικία και είναι μεγαλύτερος στους άντρες από ότι στις γυναίκες κατά 25%. Το 90% των περιστατικών αφορούν άτομα άνω των 50 ετών. Η γεωγραφική κατανομή της νόσου δείχνει μεγαλύτερη επίπτωση σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία ενώ παράλληλα μικρότερη εμφανίζεται σε Αφρική και Νότιοκεντρική Ασία.
Παράγοντες κινδύνου: Ως παράγοντες κινδύνου θεωρείται το θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου, οι πολύποδες εντέρου, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, όπως η ελκώδης κολίτιδα, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης και η διατροφή.
Κλινική εικόνα: Στα αρχικά στάδια, η νόσος είναι συνήθως ασυμπτωματική και για αυτό πολλές χώρες έχουν αρχίσει προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου. Συμπτώματα που υποδεικνύουν την ύπαρξη καρκίνου είναι η αλλαγή των συνηθειών του εντέρου, οι συνεχείς μεταβολές από διάρροιες σε δυσκοιλιότητα και αντίστροφα, αίμα ή βλέννα στα κόπρανα, καθώς και μετεωρισμός και κοιλιακός πόνος που μπορεί να εμφανισθεί σε περιπτώσεις στενώσεως του εντέρου. Πολύ συχνά τα πρώτα συμπτώματα μπορεί να είναι αναιμία, κόπωση ή απώλεια βάρους.
Διάγνωση: Η διάγνωση της νόσου γίνεται κυρίως με την κολονοσκόπηση ή με αξονική τομογραφία παχέος εντέρου. Για την επιβεβαίωση της διάγνωσης απαιτείται βέβαια και θετική βιοψία ιστού. Για τη σταδιοποίηση της νόσου απαιτείται αξονική θώρακα και κοιλίας, για έλεγχο τυχόν μεταστάσεων.